- οὐλόμενος
- οὐλόμενοςaccursedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουλόμενος — οὐλόμενος, ένη, ον (Α) (ποιητ. τ. αντί ὀλόμενος) 1. καταραμένος, ολέθριος, θανατηφόρος, καταστρεπτικός («γῆράς τ οὐλόμενον», Ησίοδ.) 2. κατεστραμμένος, χαμένος, απολωλώς 3. δυστυχής «στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει οὐλομένης ἐμέθεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
οὐλομέναις — οὐλόμενος accursed fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλομένη — οὐλόμενος accursed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλομένην — οὐλόμενος accursed fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλομένης — οὐλόμενος accursed fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλομένους — οὐλόμενος accursed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλομένῃ — οὐλόμενος accursed fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλομένῃσι — οὐλόμενος accursed fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλομένῃσιν — οὐλόμενος accursed fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλόμεναι — οὐλόμενος accursed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)